ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ - ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΙ – Να σου πω μια ιστορία

Από annabooklover

bykay.jpg Ποια αρχέγονη ανάγκη άραγε ικανοποιούν οι ιστορίες; Γιατί αρέσουν σε μικρούς και μεγάλους; Έπειτα είναι κι αυτοί που λένε ιστορίες, φαντάζουν σοφοί στα μάτια μας και τους ακούμε με θρησκευτική ευλάβεια.

Σαν εκπαιδευτικός δε, έχω να σας πω ένα πράγμα: Στο τέλος της χρονιάς ρωτάω πάντα τα παιδιά τί θα θυμούνται από τις ώρες που κάναμε μαζί. Ποτέ κανένα παιδί δε μου είπε ότι θα θυμάται τα μαθήματα για τα άρθρα, τον ενεστώτα διαρκείας και τα παραθετικά επιθέτων. Τα περισσότερα λένε ότι θα θυμούνται την ιστορία που διαβάσαμε μια μέρα ή το παραμύθι που τους διηγήθηκα ενώ περιμέναμε να αρχίσει η γιορτή.

Για όσους λοιπόν ενδιαφέρονται για τις ιστορίες, είτε να τις ακούν είτε να τις λένε αυτό είναι ένα πολύ καλό βιβλίο. Προσωπικά δεν τον ήξερα το συγγραφέα αλλά απ’οτι διαβάζω είναι μεγάλη φίρμα του Ισπανόφωνου κόσμου. Είναι κάτι σαν τον Ιρβιν Γιάλομ της Νότιας Αμερικής. Είναι ψυχοθεραπευτής γκεσταλτ (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και έχει γράψει πολλά βιβλία που έχουν μεταφραστεί σε τουλάχιστον 21 γλώσσες.

Το συγκεκριμένο είναι μια συλλογή ιστοριών που δένονται χαλαρά μεταξύ τους με αφορμή την ψυχοθεραπεία ενός νέου. Ουσιαστικά όμως είναι αυτόνομες και αυτό που μου άρεσε πιο πολύ είναι ότι ο συγγραφέας δεν εξηγεί και πολλά πολλά, αφήνει τον ανγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Οι ιστορίες είναι σύντομες, κάποιες είναι γνωστές, θα τις έχετε ξανακούσει όπως αυτή με τα βατραχάκια και το αφρόγαλα ή το θυρωρό του πορνείου. Άλλες είναι πολύ πρωτότυπες και όμορφες. Προέρχονται από πολλές πηγές, από λαϊκές παραδόσεις, γνωστά παραμύθια, διηγήματα άλλων συγγραφέων που ο Μπουκάι έχει παραλλάξει. Για τους ισπανόφωνους, εδώ θα βρείτε οπτικοποιημένη μια ιστορία του.

Αντιγράφω εδώ μια μικρή ιστορία για να πάρετε μια γεύση:

« ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΤΑΣ» – Χόρχε Μπουκάι

Τη μέρα εκείνη ο Χόρχε με περίμενε με ένα παραμύθι.

Όταν μεγάλωσε ο πατέρας του του είπε:
« Παιδί μου, δε γεννιόμαστε όλοι με φτερά. Μπορεί να μην είσαι υποχρεώμενος να πετάξεις, νομίζω όμως πως είναι κρίμα να μείνεις μόνο στο περπάτημα αφού έχεις τα φτερά που ο καλός Θεός σου έδωσε.»
«Μα δεν ξέρω να πετάω» απάντησε ο γιος.
«Σωστά…» είπε ο πατέρας. Και περπατώντας, τον πήγε ως το χείλος του γκρεμού, στο βουνό.
«Βλέπεις γιε μου; Το κενό. Όταν θελήσεις να πετάξεις, θα έρθεις εδώ θα πάρεις βαθιά ανάσα, θα πηδήξεις στην άβυσσο και απλώνοντας τα φτερά σου θα πετάξεις».
Ο γιος αμφέβαλλε.
«Κι αν πέσω;»
«Ακόμα κι αν πέσεις, δε θα σκοτωθείς. Οι λίγες γρατζουνιές θα σε κάνουν πιο δυαντό στην επόμενη προσπάθεια» αποκρίθηκε ο πατέρας.
Το παιδί γύρισε στο χωριό να δει τους φίλους του, τις παρέες του, όλους εκείνους που είχε συντρόφους στην πορεία της ζωής του. Οι πιο στενόμυαλοι του είπαν:
«Είσαι τρελός; Για ποιο λόγο; Ο πατέρας σου είναι μισότρελος…Για ποιο λόγο να πετάξεις; Τι σου χρειάζεται; Γιατί δεν αφήνεις τις ανοησίες; Τι νόημα έχεις να πετάξεις;»
Οι καλύτεροι φίλοι του τον συμβούλεψαν:
«Κι αν είναι αλήθεια; Μα σίγουρα δεν είναι επικίνδυνο; Γιατί δεν αρχίζεις σιγά-σιγά; Δοκίμασε να πηδήξεις από μια σκάλα ή από την κορυφή ενός δέντρου. Αλλά από τον γκρεμό, βρε παιδί μου;…»
Ο νεαρός άκουσε τις συμβουλές όσων τον αγαπούσαν. Ανέβηκε στην κορυφή του δέντρου και, με όλο του το θάρρος, πήδηξε. Άνοιξε τα φτερά του, τα κούνησε στον αέρα με όλη του τη δύναμη αλλά, δυστυχώς, έπεσε στο έδαφος.
Μ’ένα καρούμπαλο στο κεφάλι συνάντησε τον πατέρα του.
«Μου είπες ψέμματα! Δεν μπορώ να πετάξω. Το δοκίμασα και κοίτα πως χτύπησα! Δεν είμαι σαν κι εσένα. Τα φτερά μου είναι μόνο για στολίδι.»
«Παιδί μου» είπε ο πατέρας, «για να πετάξεις, πρέπει να έχεις τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο στον αέρα, ώστε τα φτερά σου να ξεδιπλωθούν. Είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο: χρειάζεσαι κάποιο ελάχιστο ύψος για να πηδήξεις.
Για να πετάξεις πρέπει να αρχίσεις να ριψοκινδυνεύεις.
Αν δε θέλεις να το κάνεις, καλύτερα να συμβιβαστείς και να μείνεις για πάντα στο περπάτημα.»

Ευχαριστώ πολύ την Κλειώ που μου χάρισε αυτό το βιβλίο και μαζί με αυτό μερικές ώρες αναγνωστικής απόλαυσης. Το δεματάκι μάλιστα με βρήκε ενώ διάβαζα ένα άλλο βιβλίο. Πέμπτη μεσημέρι, στα όρθια, το έπιασα στα χέρια μου και άρχισα να διαβάζω την πρώτη σελίδα. Όταν το εκλεισα, είχε σκοτεινιάσει πια και πεινούσα. Μερικές φορές νομίζω ότι αυτό είναι ευτυχία: ένα απροσδόκητο δώρο από έναν άγνωστο που σου δίνει αυτό ακριβώς που έψαχνες εκείνη τη στιγμή!